Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
part of speech parts of speech

  Ετυμολογία επεξεργασία

part of speech < → δείτε τις λέξεις part, of και speech

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

part of speech (en)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • POS (συντομογραφία)

Δείτε επίσης επεξεργασία