μέρος του λόγου
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
μέρος του λόγου ουδέτερο
- (γραμματική) κάθε μία από τις κατηγορίες στις οποίες διαχωρίζονται οι λέξεις
- (ειρωνικό, μειωτικό) τι είδους, τι λογής, ποιας ποιότητας
- τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο άνθρωπος;
- τώρα καταλάβαμε τι μέρος του λόγου ήταν η πρώην αρραβωνιαστικά του
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γραμματικό μέρος του λόγου