μέρος του λόγου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmeɾos tu‿ˈloɣu/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
μέρος του λόγου ουδέτερο
- (γραμματική) κάθε μία από τις κατηγορίες στις οποίες διαχωρίζονται οι λέξεις
- (ειρωνικό, μειωτικό) τι είδους, τι λογής, ποιας ποιότητας
- ⮡ Τι μέρος του λόγου είναι αυτός ο άνθρωπος;
- ⮡ Τώρα καταλάβαμε τι μέρος του λόγου ήταν η πρώην αρραβωνιαστικά του.
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γραμματικό μέρος του λόγου