χωρίστρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωρίστρα < χωρίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχωρίστρα θηλυκό
- το κενό που αφήνει ανάμεσα σε τούφες μαλλιών το τράβηγμα της τσατσάρας καθώς διαχωρίζουμε με αυτήν το σύνολο των τριχών του κεφαλιού σε δύο μέρη