Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χωρίστρα οι χωρίστρες
      γενική της χωρίστρας των χωριστρών
    αιτιατική τη χωρίστρα τις χωρίστρες
     κλητική χωρίστρα χωρίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χωρίστρα < χωρίζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χωρίστρα θηλυκό

  • το κενό που αφήνει ανάμεσα σε τούφες μαλλιών το τράβηγμα της τσατσάρας καθώς διαχωρίζουμε με αυτήν το σύνολο των τριχών του κεφαλιού σε δύο μέρη

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία