party
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- party < (κληρονομημένο) μέση αγγλική party / partie < αγγλονορμανδική partie < λατινική partita, μετοχή του partior (διαμοιράζω)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
party | parties |
party (en)
- το πάρτι
a birthday party - πάρτι γενεθλίων
a farewell party - αποχαιρετιστήριο πάρτι
a surprise party - πάρτι έκπληξη
a garden party - πάρτι στον κήπο
My party was a success/was a flop.
- Το πάρτι μου είχε επιτυχία/ήταν αποτυχία.
- (πολιτική) το πολιτικό κόμμα, η παράταξη
the Labour/Conservative/Socialist Party - το Εργατικό/Συντηρητικό/Σοσιαλιστικό Κόμμα
the right/left wing of a party - η δεξιά/αριστερά ενός κόμματος
the rank and file of a party - οι απλοί οπαδοί ενός κόμματος
the core of the party - ο σκληρός πυρήνας ενός κόμματος
She put public interest before the party.
- Έβαλε το γενικό συμφέρον πάνω από το κόμμα.
The opposing party tried to smear the candidate with false accusations.
- Η αντίπαλη παράταξη προσπάθησε να δυσφημήσει τον υποψήφιο με ψευδείς κατηγορίες.
- η συντροφιά, μια ομάδα ανθρώπων που κάνουν κάτι μαζί
He is not in our party.
- Δεν είναι της συντροφιάς μας.
- (νομικός όρος) το μέρος, ένα από τα άτομα ή ομάδες ατόμων που εμπλέκονται σε μια νομική συμφωνία ή διαμάχη
the concerned parties - τα ενδιαφερόμενα μέρη
the parties to an agreement/a lawsuit - τα μέρη μιας συμφωνίας/δίκης
Ρήμα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- party - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- party (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- party (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 461, 539, 671, 853. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόμμα, μέρος, πάρτυ, συντροφιά