Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
party parties

party (en)

  1. το πάρτι
    παράδειγμα  a birthday party - πάρτι γενεθλίων
    παράδειγμα  a farewell party - αποχαιρετιστήριο πάρτι
    παράδειγμα  a surprise party - πάρτι έκπληξη
    παράδειγμα  a garden party - πάρτι στον κήπο
    παράδειγμα  My party was a success/was a flop.
    Το πάρτι μου είχε επιτυχία/ήταν αποτυχία.
  2. (πολιτική) το πολιτικό κόμμα, η παράταξη
    παράδειγμα  the Labour/Conservative/Socialist Party - το Εργατικό/Συντηρητικό/Σοσιαλιστικό Κόμμα
    παράδειγμα  the right/left wing of a party - η δεξιά/αριστερά ενός κόμματος
    παράδειγμα  the rank and file of a party - οι απλοί οπαδοί ενός κόμματος
    παράδειγμα  the core of the party - ο σκληρός πυρήνας ενός κόμματος
    παράδειγμα  She put public interest before the party.
    Έβαλε το γενικό συμφέρον πάνω από το κόμμα.
    παράδειγμα  The opposing party tried to smear the candidate with false accusations.
    Η αντίπαλη παράταξη προσπάθησε να δυσφημήσει τον υποψήφιο με ψευδείς κατηγορίες.
  3. η συντροφιά, μια ομάδα ανθρώπων που κάνουν κάτι μαζί
    παράδειγμα  He is not in our party.
    Δεν είναι της συντροφιάς μας.
  4. (νομικός όρος) το μέρος, ένα από τα άτομα ή ομάδες ατόμων που εμπλέκονται σε μια νομική συμφωνία ή διαμάχη
    παράδειγμα  the concerned parties - τα ενδιαφερόμενα μέρη
    παράδειγμα  the parties to an agreement/a lawsuit - τα μέρη μιας συμφωνίας/δίκης
ενεστώτας party
γ΄ ενικό ενεστώτα parties
αόριστος partied
παθητική μετοχή partied
ενεργητική μετοχή partying

party (en)