better part of
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
better part of (en)
- (ιδιωματισμός) το μεγαλύτερος μέρος του, περισσότερο από το μισό κάτι
- ↪ He lost the better part of his wealth.
- Έχασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του.
- ↪ He lost the better part of his wealth.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- part (idioms): the best/better part of something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. μέρος. ISBN 9780194325684., λήμμα: 539