Δείτε επίσης: γενναῖος, Γενναίος, γενναίος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Γενναῖος οἱ Γενναῖοι
      γενική τοῦ Γενναίου τῶν Γενναίων
      δοτική τῷ Γενναί τοῖς Γενναίοις
    αιτιατική τὸν Γενναῖον τοὺς Γενναίους
     κλητική ! Γενναῖε Γενναῖοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Γενναίω
γεν-δοτ τοῖν  Γενναίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Γενναῖος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γενναῖος (ευγενικής καταγωγής)

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γενναῖος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)