γενναίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαγενναίο
- γενναίος, στην αιτιατική του ενικού
γενναίο, ουδέτερο του γενναίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
γενναίο
γενναίο, ουδέτερο του γενναίος