Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

καλημέρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλημέρα < φράση καλή μέρα < αρχαία ελληνική καλή, ἡμέρα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.liˈme.ɾa/
 

  ΕπιφώνημαΕπεξεργασία

καλημέρα!

  • χαιρετισμός που δίνεται το πρωί
    Καλημέρα σας! Τι κάνετε;
    άλλες μορφές: Καλή σας ημέρα! Τι κάνετε;

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

καλημέρα θηλυκό

  1. λέγεται γενικά για κάθε χαιρετισμό
    σας μεταβιβάζω την καλημέρα του ξαδέρφου μας
  2. (οικείο) καθρέφτης που έχει γραμμένη επάνω του τη λέξη «καλημέρα»

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

του/της κόβω την καλημέρα : σταματώ να μιλώ, να επικοινωνώ με κάποιον ή κάποιαν

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία