Ετυμολογία

επεξεργασία

Επιφώνημα

επεξεργασία

καλησπέρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλησπέρα οι καλησπέρες
      γενική της καλησπέρας
    αιτιατική την καλησπέρα τις καλησπέρες
     κλητική καλησπέρα καλησπέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

καλησπέρα θηλυκό

  • η ενέργεια αυτού του χαιρετισμού
      Ίσα ίσα που πρόλαβε να πει μια καλησπέρα και κόπηκε η γραμμή!

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
καλησπέρα < έκφραση καλήν + (ἑ)σπέραν(αιτιατική πτώση) με αποφυγή της χασμωδίας [1]

Επιφώνημα

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.