Δείτε επίσης: Κάλλιστος, Καλλιστώς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κάλλιστος η κάλλιστη το κάλλιστο
      γενική του κάλλιστου της κάλλιστης του κάλλιστου
    αιτιατική τον κάλλιστο την κάλλιστη το κάλλιστο
     κλητική κάλλιστε κάλλιστη κάλλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κάλλιστοι οι κάλλιστες τα κάλλιστα
      γενική των κάλλιστων των κάλλιστων των κάλλιστων
    αιτιατική τους κάλλιστους τις κάλλιστες τα κάλλιστα
     κλητική κάλλιστοι κάλλιστες κάλλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάλλιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλλιστος, υπερθετικός βαθμός του καλός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.li.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάλ‐λι‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

κάλλιστος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κάλλιστος καλλίστη τὸ κάλλιστον
      γενική τοῦ καλλίστου τῆς καλλίστης τοῦ καλλίστου
      δοτική τῷ καλλίστ τῇ καλλίστ τῷ καλλίστ
    αιτιατική τὸν κάλλιστον τὴν καλλίστην τὸ κάλλιστον
     κλητική ! κάλλιστε καλλίστη κάλλιστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κάλλιστοι αἱ κάλλισται τὰ κάλλιστ
      γενική τῶν καλλίστων τῶν καλλίστων τῶν καλλίστων
      δοτική τοῖς καλλίστοις ταῖς καλλίσταις τοῖς καλλίστοις
    αιτιατική τοὺς καλλίστους τὰς καλλίστᾱς τὰ κάλλιστ
     κλητική ! κάλλιστοι κάλλισται κάλλιστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καλλίστω τὼ καλλίστ τὼ καλλίστω
      γεν-δοτ τοῖν καλλίστοιν τοῖν καλλίσταιν τοῖν καλλίστοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάλλιστος < υπερθετικός βαθμός του καλός

  Επίθετο επεξεργασία

κάλλιστος, καλλίστη, κάλλιστον