κάλλιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κάλλιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλλιστος, υπερθετικός βαθμός του καλός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈka.li.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κάλ‐λι‐στος
Επίθετο
επεξεργασία
κάλλιστος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του καλός
- ※ Οι προκολομβιανοί γεωπόνοι αμείβονταν με πλούσιες σοδειές —και οι σύγχρονοι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η terra preta οφείλει τις θαυμαστές ιδιότητές της στο λεπτό, πορώδες ξυλοκάρβουνο, που αποτελεί κάλλιστη αποθήκη μεταλλικών στοιχείων. (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 7/9/2009)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καλλιστεία
- κάλλιστα (επίρρημα, πιο συχνή χρήση)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κάλλιστος < υπερθετικός βαθμός του καλός