Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκολομβιανός η προκολομβιανή το προκολομβιανό
      γενική του προκολομβιανού της προκολομβιανής του προκολομβιανού
    αιτιατική τον προκολομβιανό την προκολομβιανή το προκολομβιανό
     κλητική προκολομβιανέ προκολομβιανή προκολομβιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκολομβιανοί οι προκολομβιανές τα προκολομβιανά
      γενική των προκολομβιανών των προκολομβιανών των προκολομβιανών
    αιτιατική τους προκολομβιανούς τις προκολομβιανές τα προκολομβιανά
     κλητική προκολομβιανοί προκολομβιανές προκολομβιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προκολομβιανός < + προ- + Κολομβιανός < προ- + Κολόμβος + -ιανός

  Επίθετο επεξεργασία

προκολομβιανός

  Μεταφράσεις επεξεργασία