Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ωραιότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ωραιότητ
α
οι
ωραιότητ
ες
γενική
της
ωραιότητ
ας
των
ωραιοτήτ
ων
αιτιατική
την
ωραιότητ
α
τις
ωραιότητ
ες
κλητική
ωραιότητ
α
ωραιότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ωραιότητα
<
αρχαία ελληνική
ὡραιότης
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ωραιότητα
θηλυκό
(πιο δόκιμο στον ενικό)
η ιδιότητα του
ωραίου
, η
ομορφιά
για πιο αφηρημένες έννοιες αλλά και για ανθρώπους
Συνώνυμα
επεξεργασία
ομορφιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ωραιότητα
αγγλικά
:
beauty
(en)
γαλλικά
:
beauté
(fr)
ιταλικά
:
bellezza
(it)