πρακτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρακτικά < πρακτικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾa.ktiˈka/
Επίρρημα
επεξεργασίαπρακτικά (τροπικό)
- δίνοντας προτεραιότητα στην πρακτικότητα
- ας σκεφτούμε πρακτικά
- από πρακτική άποψη
- είναι πρακτικά χρήσιμο να δούμε κι αυτήν την άποψη
- στην πράξη· σχεδόν ολοκληρωτικά
- εφευρέθηκε ένα νέο εκρηκτικό, πρακτικά άοσμο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρακτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η επίσημη καταγραφή όσων ειπώθηκαν σε μια συνεδρίαση
- παλιότερα για τα πρακτικά χρειαζόταν ένας στενογράφος˙ σήμερα αρκεί ένα μαγνητόφωνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίρρημα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρακτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρακτικό