↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρακτικό τα πρακτικά
      γενική του πρακτικού των πρακτικών
    αιτιατική το πρακτικό τα πρακτικά
     κλητική πρακτικό πρακτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πρακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρακτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acte)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρακτικό ουδέτερο

  1. επίσημη καταγραφή όσων λέγονται (ή γίνονται) σε συσκέψεις, συνεδριάσεις κ.λπ.
  2. επίσημη γραπτή αποτύπωση μιας διαδικασίας, απόφασης, ενέργειας κ.λπ.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πρακτικό