πρακτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πρακτικό | τα | πρακτικά |
γενική | του | πρακτικού | των | πρακτικών |
αιτιατική | το | πρακτικό | τα | πρακτικά |
κλητική | πρακτικό | πρακτικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρακτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική acte)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρακτικό ουδέτερο
- επίσημη καταγραφή όσων λέγονται (ή γίνονται) σε συσκέψεις, συνεδριάσεις κ.λπ.
- επίσημη γραπτή αποτύπωση μιας διαδικασίας, απόφασης, ενέργειας κ.λπ.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρακτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπρακτικό