στα καλά καθούμενα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαστα καλά καθούμενα
- (προφορικό) (συνήθως για δυσάρεστα γεγονότα) χωρίς να το περιμένουμε, και δίχως προφανή αιτία
- ※ Δεν πεθαίνει ο άνθρωπος στα καλά καθούμενα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- ≈ συνώνυμα: απροσδόκητα, ξαφνικά, αναπάντεχα, απρόσμενα, ανέλπιστα
- άλλες μορφές: στα καλά του καθουμένου, στα καλά των καθουμένων
Μεταφράσεις
επεξεργασία στα καλά καθούμενα
|
Πηγές
επεξεργασία- καθούμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- καθούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας