Δείτε επίσης: συνοικῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοικώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοικῶ, συνηρημένος τύπος του συνοικέω. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + οικώ

συνοικώ, πρτ.: συνοικούσα, αόρ.: συνοίκησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία