συνοικώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνοικώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοικῶ, συνηρημένος τύπος του συνοικέω. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + οικώ
Ρήμα
επεξεργασίασυνοικώ, πρτ.: συνοικούσα, αόρ.: συνοίκησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σύνοικος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνοικώ | συνοικούσα | θα συνοικώ | να συνοικώ | συνοικώντας | |
β' ενικ. | συνοικείς | συνοικούσες | θα συνοικείς | να συνοικείς | ||
γ' ενικ. | συνοικεί | συνοικούσε | θα συνοικεί | να συνοικεί | ||
α' πληθ. | συνοικούμε | συνοικούσαμε | θα συνοικούμε | να συνοικούμε | ||
β' πληθ. | συνοικείτε | συνοικούσατε | θα συνοικείτε | να συνοικείτε | συνοικείτε | |
γ' πληθ. | συνοικούν(ε) | συνοικούσαν(ε) | θα συνοικούν(ε) | να συνοικούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνοίκησα | θα συνοικήσω | να συνοικήσω | συνοικήσει | ||
β' ενικ. | συνοίκησες | θα συνοικήσεις | να συνοικήσεις | συνοίκησε | ||
γ' ενικ. | συνοίκησε | θα συνοικήσει | να συνοικήσει | |||
α' πληθ. | συνοικήσαμε | θα συνοικήσουμε | να συνοικήσουμε | |||
β' πληθ. | συνοικήσατε | θα συνοικήσετε | να συνοικήσετε | συνοικήστε | ||
γ' πληθ. | συνοίκησαν συνοικήσαν(ε) |
θα συνοικήσουν(ε) | να συνοικήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνοικήσει | είχα συνοικήσει | θα έχω συνοικήσει | να έχω συνοικήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνοικήσει | είχες συνοικήσει | θα έχεις συνοικήσει | να έχεις συνοικήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνοικήσει | είχε συνοικήσει | θα έχει συνοικήσει | να έχει συνοικήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνοικήσει | είχαμε συνοικήσει | θα έχουμε συνοικήσει | να έχουμε συνοικήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνοικήσει | είχατε συνοικήσει | θα έχετε συνοικήσει | να έχετε συνοικήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνοικήσει | είχαν συνοικήσει | θα έχουν συνοικήσει | να έχουν συνοικήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνοικώ
|