συνοίκησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνοίκησῐς | αἱ | συνοικήσεις |
γενική | τῆς | συνοικήσεως | τῶν | συνοικήσεων |
δοτική | τῇ | συνοικήσει | ταῖς | συνοικήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | συνοίκησῐν | τὰς | συνοικήσεις |
κλητική ὦ! | συνοίκησῐ | συνοικήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνοικήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνοικησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυνοίκησις, -εως θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συνοίκησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνοίκησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.