συνοικέσιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | συνοικέσιον | τὰ | συνοικέσιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | συνοικεσίου | τῶν | συνοικεσίων | ||||
δοτική | τῷ | συνοικεσίῳ | τοῖς | συνοικεσίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | συνοικέσιον | τὰ | συνοικέσιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | συνοικέσιον | συνοικέσιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνοικεσίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συνοικεσίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνοικέσιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συνοικ(έω) + -έσ-ιον, τύπος του επιθήματος -ήσιον, ουδέτερου του -ήσιος[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: συνοικέσιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνοικέσιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- γαμήλια συνοίκηση, συγκατοίκηση ιδίως σε γάμο
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ συνοικέσιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές επεξεργασία
- συνοικέσιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.