συνοικέσιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνοικέσιο < ελληνιστική κοινή συνοικέσιον (συγκατοίκηση, γάμος) < αρχαία ελληνική συνοικέω < σύνοικος < σύν + οἶκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνοικέσιο ουδέτερο
- η μεσολάβηση τρίτου και οι συναφείς συμφωνίες για σύναψη γάμου