matchmaking
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmatchmaking (en) (μη μετρήσιμο)
- το συνοικέσιο
- ⮡ They got married by matchmaking, not out of feelings for each other.
- Παντρεύτηκαν με συνοικέσιο και όχι από αίσθημα.
- ⮡ a marriage by matchmaking - γάμος με/από συνοικέσιο
- ⮡ a matchmaking business - γραφείο συνοικεσίων
- ⮡ The matchmaking succeeded/failed.
- Πέτυχε/χάλασε το συνοικέσιο.
- ⮡ They got married by matchmaking, not out of feelings for each other.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- matchmaking στην αγγλική Βικιπαίδεια