σύνοικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | σύνοικος | οι | σύνοικοι |
γενική | του/της του |
συνοίκου σύνοικου |
των | συνοίκων |
αιτιατική | τον/τη | σύνοικο | τους/τις τους |
συνοίκους σύνοικους |
κλητική | σύνοικε | σύνοικοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύνοικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύνοικος < σύν- + οἶκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsi.ni.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐νοι‐κος
- παλιότερος συλλαβισμός : σύ‐νοι‐κος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύνοικος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις συν και οίκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύνοικος
|
Πηγές
επεξεργασία- σύνοικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σύνοικος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σύνοικος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σύνοικος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.