συνοίκισις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνοίκισις < συνοικίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνοίκισις θηλυκό
- η σε μία πόλη ένωση
Συγγενικά
επεξεργασία- συνοικισμός (κυρίως ο γάμος)
- συνοικιστήρ (θεμελιωτής πόλης)
και από το συνοικέω
- συνοίκημα
- συνοικητήρ και συνοικήτωρ (συγκάτοικος)
- τα συνοίκια (γιορτή επετειακή για το συνοικισμό της Αττικής από το θησέα)]