παράσπιτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαράσπιτο ουδέτερο
- σπιτάκι ή άλλο οίκημα (ως βοηθητικός / αποθηκευτικός χώρος) δίπλα σε κυρίως σπίτι ή οικοδόμημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία παράσπιτο
παράσπιτο ουδέτερο