Ετυμολογία

επεξεργασία
πλακώνω < μεσαιωνική ελληνική πλακώνω[1] [2] < ελληνιστική κοινή πλακόω / πλακῶ < αρχαία ελληνική πλάξ

πλακώνω (παθητική φωνή: πλακώνομαι)

  1. (μεταβατικό) καλύπτω, σκεπάζω:
    1. τελείως, από όλες τις μεριές
    2. από την πάνω μεριά, με βαρύ αντικείμενο που μπορεί να προκαλέσει και σύνθλιψη
  2. (μεταβατικό) κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό
    1. τρώω κάτι υπερβολικά
      πλάκωσε την τυρόπιτα και δεν άφησε τίποτα
    2. (από τις εκφράσεις: πλακώνω στο ξύλο, στις μπουνιές κλπ.) δέρνω υπερβολικά
  3. (μεταφορικά) προκαλώ δυσφορία
    με πλακώνει το στήθος μου
    τον πλακώνει η ανησυχία για το μέλλον
  4. (αμετάβατο) προκύπτω ή έρχομαι ξαφνικά και συνήθως μαζικά
    πλάκωσαν οι τζαμπατζήδες
    πλάκωσε το καλοκαίρι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πλακώνωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πλακώνω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)