απλάκωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααπλάκωτος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν πλακώσει
- που δεν τον έχουν πλακοστρώσει
- (στο τάβλι) που δεν τον έχουν ακινητοποιήσει πλακώνοντάς τον (για πούλια)
απλάκωτος, -η, -ο