Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλάκωτος η απλάκωτη το απλάκωτο
      γενική του απλάκωτου της απλάκωτης του απλάκωτου
    αιτιατική τον απλάκωτο την απλάκωτη το απλάκωτο
     κλητική απλάκωτε απλάκωτη απλάκωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλάκωτοι οι απλάκωτες τα απλάκωτα
      γενική των απλάκωτων των απλάκωτων των απλάκωτων
    αιτιατική τους απλάκωτους τις απλάκωτες τα απλάκωτα
     κλητική απλάκωτοι απλάκωτες απλάκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απλάκωτος < α- + πλακώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

απλάκωτος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν πλακώσει
     αντώνυμα: πλακωμένος
  2. που δεν τον έχουν πλακοστρώσει
     αντώνυμα: πλακοστρωμένος
  3. (στο τάβλι) που δεν τον έχουν ακινητοποιήσει πλακώνοντάς τον (για πούλια)

  Μεταφράσεις επεξεργασία