Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχοπλακώνω < ψυχο- (ψυχή) + πλακώνω

ψυχοπλακώνω, πρτ.: ψυχοπλάκωνα, στ.μέλλ.: θα ψυχοπλακώσω, αόρ.: ψυχοπλάκωσα, παθ.φωνή: ψυχοπλακώνομαι, μτχ.π.π.: ψυχοπλακωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία