Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχοπλακώνω < ψυχο- (ψυχή) + πλακώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ψυχοπλακώνω, πρτ.: ψυχοπλάκωνα, στ.μέλλ.: θα ψυχοπλακώσω, αόρ.: ψυχοπλάκωσα, παθ.φωνή: ψυχοπλακώνομαι, μτχ.π.π.: ψυχοπλακωμένος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία