πλακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλακώνομαι < μέση ἠ παθητική φωνή του ρήματος πλακώνω
Ρήμα
επεξεργασίαπλακώνομαι`
- σκεπάζομαι, καλύπτομαι ή συνθλίβομαι από κάτι
- Στον σεισμό, έπεσε το σπίτι και πλακώθηκαν τρία άτομα μέσα σ' αυτό.
- (μεταφορικά) καβγαδίζω ή δέρνομαι προκαλώντας πολύ θόρυβο
- Μέσα στο γήπεδο, πλακώθηκαν μεταξύ τους συμπαίκτες και καλοί φίλοι.
- (μεταφορικά) κάνω κάτι κατά τρόπο υπερβολικό, πέφτω με τα μούτρα
- Πονούσε στο γόνατο, πλακώθηκε στα παυσίπονα και κατέληξε στο νοσοκομείο με δηλητηρίαση.