Ετυμολογία

επεξεργασία
πλακώνομαι < μέση ἠ παθητική φωνή του ρήματος πλακώνω

πλακώνομαι`

  1. σκεπάζομαι, καλύπτομαι ή συνθλίβομαι από κάτι
    Στον σεισμό, έπεσε το σπίτι και πλακώθηκαν τρία άτομα μέσα σ' αυτό.
  2. (μεταφορικά) καβγαδίζω ή δέρνομαι προκαλώντας πολύ θόρυβο
    Μέσα στο γήπεδο, πλακώθηκαν μεταξύ τους συμπαίκτες και καλοί φίλοι.
  3. (μεταφορικά) κάνω κάτι κατά τρόπο υπερβολικό, πέφτω με τα μούτρα
    Πονούσε στο γόνατο, πλακώθηκε στα παυσίπονα και κατέληξε στο νοσοκομείο με δηλητηρίαση.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία