Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταπλακώνω < μεσαιωνική ελληνική καταπλακώνω < κατά + πλακώνω

  Ρήμα επεξεργασία

καταπλακώνω (παθητική φωνή: καταπλακώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία