καταπλακώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταπλακώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καταπλακώνω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταπλακώνομαι | καταπλακωνόμουν(α) | θα καταπλακώνομαι | να καταπλακώνομαι | ||
β' ενικ. | καταπλακώνεσαι | καταπλακωνόσουν(α) | θα καταπλακώνεσαι | να καταπλακώνεσαι | (καταπλακώνου) | |
γ' ενικ. | καταπλακώνεται | καταπλακωνόταν(ε) | θα καταπλακώνεται | να καταπλακώνεται | ||
α' πληθ. | καταπλακωνόμαστε | καταπλακωνόμαστε καταπλακωνόμασταν |
θα καταπλακωνόμαστε | να καταπλακωνόμαστε | ||
β' πληθ. | καταπλακώνεστε | καταπλακωνόσαστε καταπλακωνόσασταν |
θα καταπλακώνεστε | να καταπλακώνεστε | (καταπλακώνεστε) | |
γ' πληθ. | καταπλακώνονται | καταπλακώνονταν καταπλακωνόντουσαν |
θα καταπλακώνονται | να καταπλακώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταπλακώθηκα | θα καταπλακωθώ | να καταπλακωθώ | καταπλακωθεί | ||
β' ενικ. | καταπλακώθηκες | θα καταπλακωθείς | να καταπλακωθείς | καταπλακώσου | ||
γ' ενικ. | καταπλακώθηκε | θα καταπλακωθεί | να καταπλακωθεί | |||
α' πληθ. | καταπλακωθήκαμε | θα καταπλακωθούμε | να καταπλακωθούμε | |||
β' πληθ. | καταπλακωθήκατε | θα καταπλακωθείτε | να καταπλακωθείτε | καταπλακωθείτε | ||
γ' πληθ. | καταπλακώθηκαν καταπλακωθήκαν(ε) |
θα καταπλακωθούν(ε) | να καταπλακωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταπλακωθεί | είχα καταπλακωθεί | θα έχω καταπλακωθεί | να έχω καταπλακωθεί | καταπλακωμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταπλακωθεί | είχες καταπλακωθεί | θα έχεις καταπλακωθεί | να έχεις καταπλακωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταπλακωθεί | είχε καταπλακωθεί | θα έχει καταπλακωθεί | να έχει καταπλακωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταπλακωθεί | είχαμε καταπλακωθεί | θα έχουμε καταπλακωθεί | να έχουμε καταπλακωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταπλακωθεί | είχατε καταπλακωθεί | θα έχετε καταπλακωθεί | να έχετε καταπλακωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταπλακωθεί | είχαν καταπλακωθεί | θα έχουν καταπλακωθεί | να έχουν καταπλακωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπλακώνομαι
|