πλακίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλακίδιο < (καθαρεύουσα) πλακίδιον < πλάκ(α) + -ίδιον > -ίδιο < αρχαία ελληνική πλάξ
- για τα φάρμακα και την ηλεκτονική πλακέτα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tablette[1] & από την αγγλική tablet[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /plaˈci.ðio/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλα‐κί‐δι‐ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλακίδιο ουδέτερο
- (λόγιο) άλλη μορφή του πλακάκι
- υποκοριστικό του πλάκα
- (φαρμακευτική) φαρμακευτικό σκεύασμα
- (ηλεκτρονική) μικρή πλακέτα[2]
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλάκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλακάκι
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πλάκα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 πλακίδιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πλακίδιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)