τζάμπα και βερεσέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατζάμπα και βερεσέ
- μάταια, χωρίς αποτέλεσμα
- ⮡ Τόση ώρα μιλούσα τζάμπα και βερεσέ. Δε μ' άκουσε καθόλου.
Μεταφράσεις
επεξεργασία τζάμπα και βερεσέ
|