Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πιστώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιστώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιστώνω
  3. θα πιστώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιστώνω



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

πιστώσει θηλυκό