πιστώσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπιστώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιστώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιστώνω
- θα πιστώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιστώνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπιστώσει θηλυκό