Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πιστώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιστώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιστώνω
  3. θα πιστώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιστώνω



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πιστώσει θηλυκό