Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγόρασμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀγόρασμα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αγόρασμα
τα
αγοράσμα
τ
α
γενική
του
αγοράσμα
τ
ος
των
αγορασμά
τ
ων
αιτιατική
το
αγόρασμα
τα
αγοράσμα
τ
α
κλητική
αγόρασμα
αγοράσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγόρασμα
<
(
κληρονομημένο
)
αρχαία ελληνική
ἀγόρασμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγόρασμα
ουδέτερο
το να
αγοράζει
κάποιος κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασία
αγορά
ψώνιο
ψώνισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγόρασμα
αγγλικά
:
buying
(en)
,
purchasing
(en)