αγόρασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγόρασμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγόρασμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγόρασμα ουδέτερο
- το να αγοράζει κάποιος κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγόρασμα
Δείτε επίσης : ἀγόρασμα |
αγόρασμα ουδέτερο