Ουσιαστικό

επεξεργασία

purchasing (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αγορά, αγοραστικός, η πράξη της αγοραπωλησίας
    ⮡  purchasing on credit - αγορά με πίστωση
    ⮡  The boost in the public’s purchasing power will increase consumption.
    Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης του κοινού, θα αυξήσει την κατανάλωση.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη purchase

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

purchasing (en)