αγοραστικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγοραστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγοραστικός → δείτε τη λέξη ἀγοράζω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾa.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐ρα‐στι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αγοραστικός
- που αναφέρεται στην ενέργεια του αγοράζω
- ↪ η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων μειώθηκε λόγω του πληθωρισμού
- ↪ οι αγοραστικές συνήθειες των ελλήνων καταναλωτών
- χαρακτηρισμός γι' αυτόν που αγοράζει
- ↪ το αγοραστικό κοινό
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγοραστικός
|