εξαγορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξαγορά | οι | εξαγορές |
γενική | της | εξαγοράς | των | εξαγορών |
αιτιατική | την | εξαγορά | τις | εξαγορές |
κλητική | εξαγορά | εξαγορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξαγορά < εξαγορ(άζω) + κατάληξη θηλυκού -ά (αναδρομικός σχηματισμός), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική rachat [1] < ελληνιστική κοινή ἐξαγοράζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksa.ɣoˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξα‐γο‐ρά
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐α‐γο‐ρά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξαγορά θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξαγοράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εξαγορά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας