Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγοραστός η αγοραστή το αγοραστό
      γενική του αγοραστού της αγοραστής του αγοραστού
    αιτιατική τον αγοραστό την αγοραστή το αγοραστό
     κλητική αγοραστέ αγοραστή αγοραστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγοραστοί οι αγοραστές τα αγοραστά
      γενική των αγοραστών των αγοραστών των αγοραστών
    αιτιατική τους αγοραστούς τις αγοραστές τα αγοραστά
     κλητική αγοραστοί αγοραστές αγοραστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγοραστός < ρηματικό επίθετο από το αγοράζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣo.ɾaˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γο‐ρα‐στός

  Επίθετο επεξεργασία

αγοραστός -ή -ό

  1. που αγοράστηκε, αγορασμένος
    αυτό το γλυκό δεν το έφτιαξα δυστυχώς εγώ, είναι αγοραστό
  2. (συνεκδοχικά) ετοιματζίδικος
     αντώνυμα: χειροποίητος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία