αγοραστών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααγοραστών αρσενικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααγοραστών
- γενική πληθυντικού του αγοραστός
- γενική πληθυντικού του αγοραστή
- γενική πληθυντικού του αγοραστό
αγοραστών αρσενικό
αγοραστών