εγωπαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εγωπαθής | η | εγωπαθής | το | εγωπαθές |
γενική | του | εγωπαθούς* | της | εγωπαθούς | του | εγωπαθούς |
αιτιατική | τον | εγωπαθή | την | εγωπαθή | το | εγωπαθές |
κλητική | εγωπαθή(ς) | εγωπαθής | εγωπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εγωπαθείς | οι | εγωπαθείς | τα | εγωπαθή |
γενική | των | εγωπαθών | των | εγωπαθών | των | εγωπαθών |
αιτιατική | τους | εγωπαθείς | τις | εγωπαθείς | τα | εγωπαθή |
κλητική | εγωπαθείς | εγωπαθείς | εγωπαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεγωπαθής
- (λόγιο) παθολογικά φίλαυτος και εγωιστής
Συνώνυμα
επεξεργασία- ψωνάρα/ψώνιο
- αυτάρεσκος
- εγωιστής (η λέξη αυτή νοηματικά δεν ταυτίζεται όμως)