εγωπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ɣoˈpa.θi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εγωπάθεια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
- ↑ < αρχαία ελληνική ἐγώ
- ↑ < αρχαία ελληνική -παθής < πάθος < πάσχω