Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγωμανία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εγωμανί
α
οι
εγωμανί
ες
γενική
της
εγωμανί
ας
των
εγωμανι
ών
αιτιατική
την
εγωμανί
α
τις
εγωμανί
ες
κλητική
εγωμανί
α
εγωμανί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγωμανία
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
egomania
<
αρχαία ελληνική
ἐγω
+
μανία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εγωμανία
θηλυκό
(
σπάνιο
) το να έχει κάποιος
μανία
με το
εαυτό
του, η
εγωπάθεια
Συγγενικά
επεξεργασία
εγωμανής
→
δείτε
τις λέξεις
εγώ
και
μανία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγωμανία
αγγλικά
:
egomania
(en)