Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγωμανής η εγωμανής το εγωμανές
      γενική του εγωμανούς* της εγωμανούς του εγωμανούς
    αιτιατική τον εγωμανή την εγωμανή το εγωμανές
     κλητική εγωμανή(ς) εγωμανής εγωμανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγωμανείς οι εγωμανείς τα εγωμανή
      γενική των εγωμανών των εγωμανών των εγωμανών
    αιτιατική τους εγωμανείς τις εγωμανείς τα εγωμανή
     κλητική εγωμανείς εγωμανείς εγωμανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγωμανής < εγωμανία + -ης (αναδρομικός σχηματισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: egomania < αρχαία ελληνική ἐγω + μανία

  Επίθετο επεξεργασία

εγωμανής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία