αλτρουιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλτρουιστής < αλτρουισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλτρουιστής αρσενικό, αλτρουίστρια θηλυκό
- Που διαπνέεται από το πνεύμα του αλτρουισμού, που εφαρμόζει τις αρχές του αλτρουισμού.
αλτρουιστής αρσενικό, αλτρουίστρια θηλυκό