altruiste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- altruiste < altruisme
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
altruiste | altruistes |
altruiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
altruiste | altruistes |
altruiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- Ο αλτρουιστής, η αλτρουίστρια