↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψώνιστος η αψώνιστη το αψώνιστο
      γενική του αψώνιστου της αψώνιστης του αψώνιστου
    αιτιατική τον αψώνιστο την αψώνιστη το αψώνιστο
     κλητική αψώνιστε αψώνιστη αψώνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψώνιστοι οι αψώνιστες τα αψώνιστα
      γενική των αψώνιστων των αψώνιστων των αψώνιστων
    αιτιατική τους αψώνιστους τις αψώνιστες τα αψώνιστα
     κλητική αψώνιστοι αψώνιστες αψώνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αψώνιστος < α- + ψωνίζω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αψώνιστος

  1. που δεν τον έχουν ψωνίσει
  2. που δεν την έχει ψωνίσει

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία