Αρχικοί Χρόνοι Αποθετικό
Ενεστώτας ὠνέομαι- ὠνοῦμαι
Παρατατικός ἐωνούμην
Μέλλοντας ὠνήσομαι και ὠνηθήσομαι
Αόριστος ἐπριάμην και ἐωνησάμην και ὠνησάμην παθητικός ἐωνήθην
Παρακείμενος ἐώνημαι (από το FεFώνημαι)
Υπερσυντέλικος ἐωνήμην και ἐωνημένος ην
Παρατηρήσεις συλλαβική αύξηση λόγω του Fωνε της αρχικής ρίζας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠνέομαι < θέμα ϝωνε- συγγενές του ὦνος (τιμή αγοράς) και ο μέσος αόριστος α΄από θέμα πρια- από υποθετικό ενεστώτα ρήματος πρίαμαι που θεωρείται ότι κάποτε υπήρξε, συγγενές των πέρνημι και περάω, πιπράσκω (αγοράζω)

ὠνέομαι και συνηρημένο ὠνοῦμαι

  1. (αποθετικό) αγοράζω
  2. διαπραγματεύομαι, παζαρεύω
  3. νοικιάζω φόρους ή δασμούς
  4. εξαγοράζω τη σιωπή κάποιου
  5. εξαγοράζω εύνοια, δωροδοκώ
    ※  4ος αιώνας πκε Δημοσθένης, Κατὰ Φιλίππου γ, 45
    οὐ γὰρ ἂν αὐτοῖς ἔμελ᾽ εἴ τις ἐν Πελοποννήσῳ τινὰς ὠνεῖται καὶ διαφθείρει, μὴ τοῦθ᾽ ὑπολαμβάνουσιν·
    γιατί, αν δεν σκέφτονταν έτσι, δεν θα τους ενδιέφερε αν κάποιος εξαγοράζει και διαφθείρει ανθρώπους στην Πελοπόννησο.
    Μετάφραση (2002): Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Μ. Αραποπούλου @greek‑language.gr
  6. διαφθείρω
  7. (σπάνια παθητικό): εξαγοράζομαι

Παράγωγα

επεξεργασία
  • ὠνητής
  • ὠνητός (αγορασμένος ή που μπορεί να αγοραστεί ή εξαγοραστεί)
  • ὠνητέος (που πρέπει να τον αγοράσει κάποιος)
  • ὤνησις
  • ὠνή (αγορά)
  • ὤνιος (αγοραστός ή προς αγορά, πώληση, δωροδοκούμενος, εξαγοράσιμος)

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Κλίση του αορίστου κατά τα εις -μι

επεξεργασία
Μέσος Αόριστος
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
ἐπριάμην
πρίωμαι
πριαίμην
σύ
ἐπρίω
πρίῃ
πρίαιο
πρίω ή πρίασο
οὖτος
ἐπριάτο
πρίηται
πρίαιτο
ἡμεῖς
ἐπριάμεθα
πριώμεθα
πριαίμεθα
ὑμεῖς
ἐπρίασθε
πρίησθε
πρίαισθε
οὗτοι
ἐπρίαντο
πρίωνται
πρίαιντο
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
πρίασθαι
πριάμενος
πριαμένη
πριάμενον