Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὠνητέος < ὠνέομαι

  Επίθετο επεξεργασία

ὠνητέος, έα, ον

  • που πρέπει να αγοραστεί