ἀργυρώνητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀργυρώνητος | τὸ ἀργυρώνητον | οἱ, αἱ ἀργυρώνητοι | τὰ ἀργυρώνητα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀργυρωνήτου | τοῦ ἀργυρωνήτου | τῶν ἀργυρωνήτων | τῶν ἀργυρωνήτων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀργυρωνήτῳ | τῷ ἀργυρωνήτῳ | τοῖς, ταῖς ἀργυρωνήτοις | τοῖς ἀργυρωνήτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀργυρώνητον | τὸ ἀργυρώνητον | τοὺς, τὰς ἀργυρωνήτους | τὰ ἀργυρώνητα |
Κλητική | ἀργυρώνητε | ἀργυρώνητον | ἀργυρώνητοι | ἀργυρώνητα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀργυρωνήτω | |||
Γενική-Δοτική | ἀργυρωνήτοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀργυρώνητος, -ος, -ον
- αγορασμένος με ασήμι
- αγορασμένος γενικά με χρήματα (δούλος ή υπηρέτης)
- πουλημένος, εξαγορασμένος (μεταγενέστερη έννοια)