Δείτε επίσης: αργυρώνητος
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀργυρώνητος τὸ ἀργυρώνητον οἱ, αἱ ἀργυρώνητοι τὰ ἀργυρώνητα
Γενική τοῦ, τῆς ἀργυρωνήτου τοῦ ἀργυρωνήτου τῶν ἀργυρωνήτων τῶν ἀργυρωνήτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀργυρωνήτῳ τῷ ἀργυρωνήτῳ τοῖς, ταῖς ἀργυρωνήτοις τοῖς ἀργυρωνήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀργυρώνητον τὸ ἀργυρώνητον τοὺς, τὰς ἀργυρωνήτους τὰ ἀργυρώνητα
Κλητική ἀργυρώνητε ἀργυρώνητον ἀργυρώνητοι ἀργυρώνητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀργυρωνήτω
Γενική-Δοτική ἀργυρωνήτοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀργυρώνητος < ἄργυρος (< ἀργός) + ὠνητός (< ὠνέομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀργυρώνητος, -ος, -ον

  1. αγορασμένος με ασήμι
  2. αγορασμένος γενικά με χρήματα (δούλος ή υπηρέτης)
  3. πουλημένος, εξαγορασμένος (μεταγενέστερη έννοια)