Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξαγορασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξαγορασμέν
ος
η
εξαγορασμέν
η
το
εξαγορασμέν
ο
γενική
του
εξαγορασμέν
ου
της
εξαγορασμέν
ης
του
εξαγορασμέν
ου
αιτιατική
τον
εξαγορασμέν
ο
την
εξαγορασμέν
η
το
εξαγορασμέν
ο
κλητική
εξαγορασμέν
ε
εξαγορασμέν
η
εξαγορασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξαγορασμέν
οι
οι
εξαγορασμέν
ες
τα
εξαγορασμέν
α
γενική
των
εξαγορασμέν
ων
των
εξαγορασμέν
ων
των
εξαγορασμέν
ων
αιτιατική
τους
εξαγορασμέν
ους
τις
εξαγορασμέν
ες
τα
εξαγορασμέν
α
κλητική
εξαγορασμέν
οι
εξαγορασμέν
ες
εξαγορασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξαγορασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εξαγοράζω
Μετοχή
επεξεργασία
εξαγορασμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εξαγοράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξαγορασμένος
γαλλικά
:
racheté
(fr)