γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ὠνητός ὠνητή
ὠνητός
τὸ ὠνητόν
      γενική τοῦ ὠνητοῦ τῆς ὠνητῆς
ὠνητοῦ
τοῦ ὠνητοῦ
      δοτική τῷ ὠνητ τῇ ὠνητ
ὠνητ
τῷ ὠνητ
    αιτιατική τὸν ὠνητόν τὴν ὠνητήν
ὠνητόν
τὸ ὠνητόν
     κλητική ! ὠνητέ ὠνητή
ὠνητέ
ὠνητόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ὠνητοί αἱ ὠνηταί
ὠνητοί
τὰ ὠνητᾰ́
      γενική τῶν ὠνητῶν τῶν ὠνητῶν
ὠνητῶν
τῶν ὠνητῶν
      δοτική τοῖς ὠνητοῖς ταῖς ὠνηταῖς
ὠνητοῖς
τοῖς ὠνητοῖς
    αιτιατική τοὺς ὠνητούς τὰς ὠνητᾱ́ς
ὠνητούς
τὰ ὠνητᾰ́
     κλητική ! ὠνητοί ὠνηταί
ὠνητοί
ὠνητᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ὠνητώ τὼ ὠνητᾱ́
ὠνητώ
τὼ ὠνητώ
      γεν-δοτ τοῖν ὠνητοῖν τοῖν ὠνηταῖν
ὠνητοῖν
τοῖν ὠνητοῖν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὠνητός < ὠνέομαι, θέμα ὠνη- + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

ὠνητός, -ή, -όν και -ός, -όν

  1. αγορασμένος γενικά με χρήματα (δούλος ή υπηρέτης)
    ⮡  ἐμὲ δ᾽ ὠνητὴ τέκε μήτηρ
  2. αυτός που αμοίβεται ως μισθοφόρος
    ⮡  ὠνητὴ δύναμις (το μισθοφορικό στράτευμα)
  3. που μπορεί να αγοραστεί
    ⮡  ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή
    ⮡  αρχαί ὠνηταί
    ⮡  φιλίη ὠνητή
    ⮡  δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή (η δόξα δεν μπορεί να αγοραστεί με χρήμα)