ὠνητός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὠνητός | ἡ | ὠνητή & ὠνητός |
τὸ | ὠνητόν |
γενική | τοῦ | ὠνητοῦ | τῆς | ὠνητῆς & ὠνητοῦ |
τοῦ | ὠνητοῦ |
δοτική | τῷ | ὠνητῷ | τῇ | ὠνητῇ & ὠνητῷ |
τῷ | ὠνητῷ |
αιτιατική | τὸν | ὠνητόν | τὴν | ὠνητήν & ὠνητόν |
τὸ | ὠνητόν |
κλητική ὦ! | ὠνητέ | ὠνητή & ὠνητέ |
ὠνητόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ὠνητοί | αἱ | ὠνηταί & ὠνητοί |
τὰ | ὠνητᾰ́ |
γενική | τῶν | ὠνητῶν | τῶν | ὠνητῶν & ὠνητῶν |
τῶν | ὠνητῶν |
δοτική | τοῖς | ὠνητοῖς | ταῖς | ὠνηταῖς & ὠνητοῖς |
τοῖς | ὠνητοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ὠνητούς | τὰς | ὠνητᾱ́ς & ὠνητούς |
τὰ | ὠνητᾰ́ |
κλητική ὦ! | ὠνητοί | ὠνηταί & ὠνητοί |
ὠνητᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὠνητώ | τὼ | ὠνητᾱ́ & ὠνητώ |
τὼ | ὠνητώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ὠνητοῖν | τοῖν | ὠνηταῖν & ὠνητοῖν |
τοῖν | ὠνητοῖν |
Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαὠνητός, -ή, -όν και -ός, -όν
- αγορασμένος γενικά με χρήματα (δούλος ή υπηρέτης)
- ⮡ ἐμὲ δ᾽ ὠνητὴ τέκε μήτηρ
- αυτός που αμοίβεται ως μισθοφόρος
- ⮡ ὠνητὴ δύναμις (το μισθοφορικό στράτευμα)
- που μπορεί να αγοραστεί
- ⮡ ἐλπὶς χρήμασιν ὠνητή
- ⮡ αρχαί ὠνηταί
- ⮡ φιλίη ὠνητή
- ⮡ δόξα χρημάτων οὐκ ὠνητή (η δόξα δεν μπορεί να αγοραστεί με χρήμα)
Πηγές
επεξεργασία- ὠνητός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὠνητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.